.αλεῖ — ἁλεῖ , ἅλλομαι sal fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἁ̱λεῖ , ἁλής thronged masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic ionic) ἁ̱λεῖ , ἁλής thronged masc/fem/neut dat sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλει — Ἄλεϊ , Ἄλευς masc dat sg (epic) Ἄλευς masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεῖ — ἀλάομαι wander pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀλέομαι avoid pres ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀλέω grind pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀλέω grind pres ind act 3rd sg (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλει — ἄ̱λει , ἀλέω grind imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀλέω grind pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀλέω grind imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АТЛЕТЫ — • Athlēta, αθλητής, назывался первоначально у греков вообще всякий, выступавший в национальных играх в Олимпии или в учрежденных по образцу их празднествах в других городах, в особенности же тот, кто участвовал в кулачном бою и… … Реальный словарь классических древностей
αλείτης — ἀλείτης, ο (Α) 1. (για τον Πάρι και τούς μνηστήρες τής Πηνελόπης) αμαρτωλός, ανόσιος, κακούργος 2. αυτός που δεν φέρθηκε σωστά σε κάποιον, που έσφαλε απέναντί του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνήθως το επίθ. συνδέεται με λ. από τη γερμανική… … Dictionary of Greek
Ομπ — (αγγλ. Ob River). Ποταμός (4.016 χλμ.) της δυτικής Σιβηρίας, που περιλαμβάνεται ολόκληρος στη Ρωσική Δημοκρατία και εκβάλλει στη θάλασσα του Κάρα. Ρέει με διεύθυνση από ΝΑ ΒΔ, έχοντας μέση παροχή στις εκβολές του 12.500 κ.μ./δευτ. και λεκάνη… … Dictionary of Greek